- στεφανόπωλις
- στεφανόπωλιςdealer in crownsfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στεφανοπωλίδων — στεφανόπωλις dealer in crowns fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεφανοπώλιδες — στεφανόπωλις dealer in crowns fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεφανοπώλιδος — στεφανόπωλις dealer in crowns fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεφανοπώλισι — στεφανόπωλις dealer in crowns fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεφανοπώλισιν — στεφανόπωλις dealer in crowns fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεφανόπωλιν — στεφανόπωλις dealer in crowns fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεφανοπώλης — ο, θηλ. στεφανοπωλήτρια ΝΑ, θηλ. και στεφανόπωλις, ώλιδος, Α πωλητής στεφάνων αρχ. (το θηλ. πληθ. ως κύριο όν.) Στεφανοπώλιδες τίτλος κωμωδίας τού Ευβούλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέφανος + πώλης*] … Dictionary of Greek